- ανεκλάλητος
- -η, -οανέκφραστος, απερίγραπτος: Είχε δοκιμάσει μια ανεκλάλητη χαρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεκλάλητος — ἀνεκλάλητος, ον (AM) ανέκφραστος, απερίγραπτος … Dictionary of Greek
ἀνεκλάλητος — unutterable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτως — ἀνεκλάλητος unutterable adverbial ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλάλητον — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc sg ἀνεκλάλητος unutterable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτοις — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτου — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτους — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτων — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλαλήτῳ — ἀνεκλάλητος unutterable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκλάλητα — ἀνεκλάλητος unutterable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)